Новогреческий словарь
αψηλοκρέμαστος
αψηλοκρέμαστ|ος
высоко подвешенный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
высоко подвешенный
? —
αψηλοκρέμαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αψηλοκρέμαστος
? — высоко подвешенный
#
(ново)греческий словарь
—
αντιστρόφως
—
κωμωδιογράφος
—
μελικός
—
γνωματίζω
—
παιδικός
—
αγκρίνιαστα
—
ωτολογικός
—
κουρίτα
—
ξηραντήρας
—
αστροφυσική
—
ταλαντούχος
—
αμεθοδία
—
γερνώ
—
πραγματοκρατία
—
αλίγδιαστος
—
αραδωτός
—
κρυφοσμίγω
—
κατακριτέος
—
δημοδιδασκαλείο
—
αναξιοπρέπεια
—
αιτιολογία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве