|
(-εως) η воен. залп #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово залп? — συμπυρσοκρότηση как с (ново)греческого переводится слово συμπυρσοκρότηση? — залп — βδελύσσομαι — παγοδρόμιο — βεργοστέφανο — Αθηνά — ραχάτεμα — κοίτασμα — φίς — δέρομαι — άμια — αβάφτιγος — ψευδοκράτος — βρογχοκηλικός — αντιγράφω — γέρας — ράντζο — ζώ — κάμα — υλοτόμος — τροκάνα — επταμηνίτης — βαμβούσα |
|||