|
учиться вместе с кем-л. #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово учиться вместе? — συμφοιτώ как с (ново)греческого переводится слово συμφοιτώ? — учиться вместе — ανθρωπίστρια — κατάπτωση — ψειριάρης — μαλαϊκά — υδροδυναμική — κυτταροβλάστη — άρρατ' αθέματα — θεσσαλονίτικος — εκτιμητικο — ορεκτικός — βάτ — ακώλυτος — σαχάνι — ανακαρού — μεταξοΰφαντος — ακοντιστής — γενετικός — μαστοράκι — βυθοκορώ — εξατμιστήρας — διχογνωμώ |
|||