|
το девушка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово девушка? — κοριτσόπουλο как с (ново)греческого переводится слово κοριτσόπουλο? — девушка — διανοητής — καυχώμαι — κατασκοπεύω — μπαλσάμωμα — ατρούπωτος — ντεκολτέ — απαλός — αντραλεύω — καλλυντικά — εξοβέλιση — νομολογικός — γκάζι — αντέρεισμα — σχημοτογραφία — αλκυονίδες ημέρες — θεατρίζομαι — σουβλισμένος — απάγω — επιτείχω — μπάρμπας — Αρχάγγελος |
|||