Новогреческий словарь
ες
ες
см. εις;
ες αύριον τά σπουδαία — [phrase]отложим до завтра[/phrase]
;
ες αεί — навек, навеки, навсегда
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ες
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λεπτολογώ
—
αείποτε
—
δακρύγελως
—
ενδιατριβή
—
χαμαίμηλο
—
μανωμένος
—
θηρευτής
—
επιστήριξις
—
πιλάφι
—
γαϊδουράνθρωπος
—
ακτινεργία
—
ιέρισσα
—
πειθαναγκασμός
—
παρουσιάσιμος
—
μοιραίνω
—
διαβολιά
—
σουπάρω
—
βροχόπιασμα
—
ξελογιάζω
—
ταμπούρλο
—
κεραμώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве