|
ο точильщик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово точильщик? — ακονιστής как с (ново)греческого переводится слово ακονιστής? — точильщик — ανάφεγγος — υψίκομος — σαμουρόγουνα — διαστασιολόγηση — μπακαλική — μουσείο — μουθουνητό — νερουλάς — στράβωμα — διαδοκίς — ξεκώλωμα — ώμιο — χειρουργώ — ξεσαμαρώνω — ισομετρία — λειπανάβατος — σκιτσογράφος — φαλάφελ — έξοδο — φαρμακοτεχνικός — σκλάβα |
|||