Новогреческий словарь
συνάγχη
συνάγχη
η
насморк
;
μ' έπιασε ~ — [phrase]я схватил насморк[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
насморк
? —
συνάγχη
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνάγχη
? — насморк
#
(ново)греческий словарь
—
εναερίως
—
μανικοκάππι
—
ειρωνικώς
—
απάλα
—
ανίχνευση
—
γκρεμίζω
—
νοικοκυρά
—
πατσός
—
γρόθος
—
αραχνιάζω
—
συμμετοχικός
—
ενδιαίτημα
—
ιππεύτρια
—
υδροτεχνία
—
φιλάρας
—
κουνελοτροφείο
—
ακλαστος
—
τερματίζω
—
επαργίλλωσις
—
αρόγιαστος
—
πλαισιωτός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве