Новогреческий словарь
ανεμορραγία
ανεμορραγία
η
бурелом
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бурелом
? —
ανεμορραγία
как с
(ново)греческого
переводится слово
ανεμορραγία
? — бурелом
#
(ново)греческий словарь
—
παλούκωμα
—
βροντώ
—
αποκαταστημένος
—
εδραιότητα
—
κρατητά
—
ρανίδα
—
καλησπερίζομαι
—
αλλάσσω
—
συνεδριασθέντα
—
ισάζω
—
μαγνησία
—
εμφυής
—
συνταξιοδοτούμαι
—
επίρρευμα
—
μητρορραγία
—
φτερνοκοπώ
—
προεκβολή
—
διχοτομικός
—
ιδιωτεία
—
δουλοπρέπεια
—
πότισμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве