Новогреческий словарь
διορθώτρια
διορθώτρια
η
корректор
;
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
корректор
? —
διορθώτρια
как с
(ново)греческого
переводится слово
διορθώτρια
? — корректор
#
(ново)греческий словарь
—
ανεξίθρησκος
—
οχταετία
—
αδίωκτος
—
λεύτερος
—
ψιχάλα
—
αζώτωση
—
βρέχω
—
γαλουχούμαι
—
αρκετά
—
αλλούθε
—
τριανταφυλλένιος
—
γυαλίζομαι
—
έγκριση
—
αυλόκηπος
—
γλαντάμπουρο
—
παπυρολόγος
—
απολειτουργώ
—
αποτήκω
—
χρησμωδός
—
αλλοτριοφαγία
—
αλλοθιγενής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве