Новогреческий словарь
ποίμνιο
ποίμνιο
το 1)
стадо
;
2) церк.
паства
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стадо
? —
ποίμνιο
как на
(ново)греческом
будет слово
паства
? —
ποίμνιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποίμνιο
? — стадо, паства
#
(ново)греческий словарь
—
αφομοίωση
—
προλεταριακός
—
χρωστήρας
—
δεκατριετής
—
φαλτσάρω
—
γρενετίνη
—
φωτοψευδαργυρογραφία
—
ερωτοτροπία
—
μονάκριβος
—
λειψανάβατος
—
αχνοπρόσωπος
—
στρίψιμο
—
ανασυγκροτικός
—
θαλαμοντόγκ
—
βιβλιολατρεία
—
κουλούρα
—
φρίττω
—
ακόμη
—
ξεμυγιαστήρι
—
δάσος
—
εξάδα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве