|
ο перенаселение; ο σχετικός ~ — относительное перенаселение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перенаселение? — υπερπληθυσμός как с (ново)греческого переводится слово υπερπληθυσμός? — перенаселение — οχτρεύομαι — νεφροπάθεια — απαρχή — μιναρές — διαταρακτικός — υπενοικίαση — αρέσκεια — νομοτελειακός — έλκηθρο — ντουφεκίζω — ακαθύβριστος — ρήχνω — πρωτοχρονιάτικος — ρουσφετολογικός — κέδρινος — εβδομαδιάτικο — επαινετός — αμνησίθεος — ηλιοστάτης — έδρα — οχτρός |
|||