|
(-εως) η смачивание, увлажнение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово смачивание? — διύγρανσίς как на (ново)греческом будет слово увлажнение? — διύγρανσίς как с (ново)греческого переводится слово διύγρανσίς? — смачивание, увлажнение — ανάργυρος — ανεπιστημονικώς — ψυχρήλατος — τουρκολογία — εξωστρεφής — αλογόμαντρα — τεσσαρακονθήμερος — καθρέφτισμα — κεντροφόρος — οξείδιο — κλιματίζομαι — κατακαλόκαιρο — μορφολογικός — ματαιοπονία — δωδεκαπλος — αστοχάω — παφλάζων — αράθυμος — αιμοβαμμένος — ναυτικό — αντιμεταρρυθμίστρια |
|||