|
αόρ. от αγγέλλω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ήγγειλα? — — μόνος — μπενζίνο — καταχεριάζω — ελαιοδιαχωριστήρας — ωοειδής — έρημος — προστακτική — βρωμιάρικος — αναρχικός — τοξάριον — παραληρώ — ρινόμακτρο — κελύφι — διφωνία — πρωϊμάδι — ενί — κοιλιακός — χάσμη — διακατέχομαι — πρωτόπλους — λαϊκιστικά |
|||