|
το 1) переправа (место); 2) паром #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переправа? — πέραμα как на (ново)греческом будет слово паром? — πέραμα как с (ново)греческого переводится слово πέραμα? — переправа, паром — παράβλημα — γλυκοχαιρέτημα — ομολογούμαι — συρισμός — αμμουδα — βραχυγραφία — άλοχος — Ισλανδία — απέραγος — νεκροκρέβατο — επεξεργαστικός — ακερδής — σκροφούλα — ξυπάζομαι — αρμπιρόζα — μυρωμένος — βαθαίνω — κελάρης — παρακώλυση — σειράς — αναγεννητικότητα |
|||