|
опереточный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово опереточный? — οπερεττικός как с (ново)греческого переводится слово οπερεττικός? — опереточный — ραφίς — πρόστηση — καλύβα — ὤνια — ξεστουπωτήρι — διαφόριση — λαθραίως — γουβόσκυλος — μονοθεσίτης — φαγούρα — αείφυλλος — φασόλι — γαμήλιος — πολύανδρος — μετακομιστικός — γονατάω — κανονιοφόρος — υγρογράφος — αρματωμένος — καταπέφτω — επινίκιος |
|||