|
ο деревенщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревенщина? — μπλουγούρας как с (ново)греческого переводится слово μπλουγούρας? — деревенщина — περίσταση — πάχος — πλάι — γεωλογικός — λαιμαργία — ρεμπέτα — ανέλικτος — πρωτομάστορας — ξύλο — Γιαπωνέζα — υποκρισία — σκηνογράφος — δίοδος — σήπομαι — καραβοτσάκισμα — πρισματοειδής — εξοδεύω — αλατοπηγός — ψίδιασμα — φεύγα — ακρεος |
|||