|
, είχον παρατ. от 'έχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово είχα? — — υδατογραφία — φτερούγισμα — ανασπαστήριο — φτάρμισμα — τσεκουρώνω — βλακεία — μπλάστρωμα — φιλόφρων — βρουκόλακας — βόμπιρας — ευγένεια — εκκυβεύω — αποδόσιμος — οικοδομήσιμος — δικατάληκτος — γκούσα — σφαιριστήριο — ήρωας — πικραμυγδαλόλαδο — καθηκόντως — μύδρος |
|||