|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανεξαρτοποιημένος? — — ατάξιδος — παλούκι — ηπαταλγία — απομαλλίδι — χρησιμοποιημένος — τσιμπούσι — ασακκούλιαστος — ευαρεστούμαι — αρετσίνωτος — λαρύγγι — αποδιώκω — δαυκί — κυριαρχημένος — αποχρωμάτισμός — παραίσθηση — ανατομικός — μπουζουνάρα — αφιλοκαλία — αρχοθήρας — στρύμωγμα — ακαδημαϊκά |
|||