|
η 1) подражательность; 2) биол. мимикрия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подражательность? — μιμητικότητα как на (ново)греческом будет слово мимикрия? — μιμητικότητα как с (ново)греческого переводится слово μιμητικότητα? — подражательность, мимикрия — αλειμματένιος — αναστήλωση — νένα — ανεύρεση — σακχαρίνη — βλογιοκομένος — ακροβολιστά — μεταγωγός — δεκαεπταετής — ρινικός — ψεγαδιάζω — πίνω — φτιαξιά — μεθώ — αποχαιρετιέμαι — κόμμα — τσατίλα — αποδιπλώνω — πεζοναύτης — γυναικάδελφος — άμουρος |
|||