|
перегонный, дистилляционный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перегонный? — αποστακτικός как на (ново)греческом будет слово дистилляционный? — αποστακτικός как с (ново)греческого переводится слово αποστακτικός? — перегонный, дистилляционный — πιτερίδα — φιστίκι — γαλακτοκόμος — τεταμένος — αναποφάσιστα — δεσμοφύλακας — δασμός — συμπαγής — αυτοκαλούμενος — πρωτεξαδέρφη — ξελόγιασμα — ασεβής — δέρομαι — συμμετέχων — επιτονόδεσμος — εβραία — κουλουράκι — ανισόρροπος — κεντήτρια — ειρηνοδικείο — καλαμοκάνης |
|||