Новогреческий словарь
ρέστος
ρέστ|ος
остальной
;
===
μένω (καί) ~ — а) оставаться ни с чем, оставаться в дураках; б) оставаться должником
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
остальной
? —
ρέστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρέστος
? — остальной
#
(ново)греческий словарь
—
δεύτερα
—
επιβοηθητικός
—
κουνιστός
—
έκκαυμα
—
ξυστρί
—
έδαφος
—
φεγγαριάρης
—
αρνοκοπάδι
—
μαγγανικός
—
μπρούμυτος
—
αποικιοκρατία
—
πυριτιδοποιείο
—
οδοντόκονις
—
επικονιασμός
—
μυτοτσίμπιδο
—
στοιχηματίζω
—
γραμματοκομιστής
—
αγωγεύς
—
νίψιση
—
αναδιοργανώτρια
—
πικετοφορία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве