Новогреческий словарь
περισώζω
περισώζω
спасать
(от беды);
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
спасать
? —
περισώζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
περισώζω
? — спасать
#
(ново)греческий словарь
—
πυρίτης
—
αντιφώνηση
—
μεσεγγύηση
—
προαναφερόμενος
—
προτεκτοράτο
—
βαθουλώνω
—
αντιστρατήγημα
—
κυτταρογένεση
—
δεινόσαυροι
—
δερμονίζω
—
ύλη
—
γεφυρωτικά
—
κρέπι
—
άμετρος
—
απολούω
—
τρισμακάριστος
—
έκθυμος
—
αμπελοειδή
—
αρρυτίδωτος
—
σύνδειπνος
—
πλάκα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве