|
το доплата, приплата #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доплата? — επιμίσθιο как на (ново)греческом будет слово приплата? — επιμίσθιο как с (ново)греческого переводится слово επιμίσθιο? — доплата, приплата — νωματάρχης — τουρίστρια — απαθανάτιση — ατσίδας — ρασισμός — κατσαρόλα — απόλυση — απανταχούσα — γιούκος — φουσκίζω — αδαμαντοφόρος — κοντοζυγώνω — λήθη — παιδιατρική — δίπραχτος — ασημότητα — όγδοος — στολίστρια — εφαρμοστέος — φρέσκος — τραχηλιαίος |
|||