Новогреческий словарь
επιβάτης
επιβάτης
ο
пассажир
;
καθιστός (или καθήμενος) ~ — сидящий пассажир
;
όρθιος ~ — стоящий пассажир
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пассажир
? —
επιβάτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιβάτης
? — пассажир
#
(ново)греческий словарь
—
ακέντητος
—
αχειραγώγητος
—
κληρικισμός
—
αίλουρος
—
πιανίστρια
—
κρατιέμαι
—
βάρδα
—
κοντυλένιος
—
αποδεδειγμένα
—
σηκωτός
—
αφέλκω
—
βουλγάρα
—
σπινθηρίζω
—
ποστάλι
—
αφαίμαξη
—
σχωρνώ
—
λαφράδα
—
κρεμάστρα
—
αιλουροειδής
—
εξομολογητήριο
—
παρασημαίνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве