Новогреческий словарь
χονδρεμπόριο
χονδρεμπόριο
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
χονδρεμπόριο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αναπέμπω
—
θερμοστάτης
—
βαρύτητα
—
υπόστρωση
—
δαρτός
—
χοντροκοπανίζω
—
κωλοσούρνομαι
—
μουρντάρικος
—
υπερηχητικός
—
νηφάλια
—
εξαπολύομαι
—
ελεητικός
—
εξανθράκωση
—
αφομοιώσιμο
—
προτείχιση
—
αγγειογραφική
—
ναυαγοσώστης
—
διασκελίζω
—
αποζητιέμαι
—
ολοτρόγυρα
—
ανεμφάνιστος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве