|
сжатый, краткий (об изложении, сочинении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сжатый? — ευσύνοπτος как на (ново)греческом будет слово краткий? — ευσύνοπτος как с (ново)греческого переводится слово ευσύνοπτος? — сжатый, краткий — απότις — αρδίτσι — γεωθερμικός — προκαλυπτικός — βιβλιστής — πρόσκοπος — διακηρυκτικός — απαράβλητος — μεσημέριασμα — δαιμονισμένος — βοή — άκανθος — αβάρα — επιμένω — ζένω — παρακινητικός — ανθοκομική — εδίδαξα — ψαρού — κηπευτός — σκόπευση |
|||