|
ο 1) железная дорога; 2) перен. поезд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово железная дорога? — σιδηρόδρομος как на (ново)греческом будет слово поезд? — σιδηρόδρομος как с (ново)греческого переводится слово σιδηρόδρομος? — железная дорога, поезд — διημερεύω — μπατικά — αναπληρωματικός — βαφτιστικιά — άπλαστος — παρεπίδημώ — γειτονιά — παραμόνιμος — βρωματοχημεία — αβγαταίνω — μυθομανής — καρυόφυλλο — στερεοχημεία — ενοργάνωση — μαιευτική — αγγελοβλεπούσα — υπολαμβάνω — αγαλάχτιστος — μικροκλιματολογία — αυτοκάμωτος — παχυδερμισμός |
|||