Новогреческий словарь
αδόντιαστος
αδόντιαστ|ος
1)
беззубый
(о ребёнке, новорожденном животном);
2)
без зубцов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
беззубый
? —
αδόντιαστος
как на
(ново)греческом
будет слово
без зубцов
? —
αδόντιαστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδόντιαστος
? — беззубый, без зубцов
#
(ново)греческий словарь
—
ανησυχαστικά
—
δικαιοκρισία
—
καζίκι
—
συγκλίνουσα
—
παραδόξως
—
ζωογεωγραφία
—
μιμικός
—
περισσότερο
—
παρωκεάνειος
—
ενανθράκωσις
—
αποχαυνώνω
—
σάκχαροτό
—
ναυαγιαιρία
—
ρημοκκλήσι
—
λουμινάλη
—
εκτελωνισμός
—
κρυσταλλοτεχνία
—
προπύλαια
—
κόφτω
—
Ελασσόνα
—
λαγουμτζής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве