|
1) некованый (о металле); 2) перен. не закалённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово некованый? — ασφυρηλάτητος как на (ново)греческом будет слово не закалённый? — ασφυρηλάτητος как с (ново)греческого переводится слово ασφυρηλάτητος? — некованый, не закалённый — ξεπαρθενεύω — εγνοιάζομαι — αντικαρκινικός — φυλακάτορας — λεμφαγγειίτιδα — πασσατέμπος — ανδραποδισμός — νυχτοφύλακας — γερανιός — ανδραπόδιση — χυλοποίηση — αρόγιαστος — καταμήνια — σελώνω — απίδι — μηνιαίο — μαύρη — λούτσος — κλωστήρ — ασκολσούν — υπερβάλλων |
|||