|
η мор. буй, буёк; бакен #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово буй? — σημαδούρα как на (ново)греческом будет слово буёк? — σημαδούρα как на (ново)греческом будет слово бакен? — σημαδούρα как с (ново)греческого переводится слово σημαδούρα? — буй, буёк, бакен — νεανικός — μπιζελιά — συμπατριώτισσα — πλευριτώνομαι — ακριβός — αναπτυξιακός — καστρόπορτα — συντριμμένος — ζαρίφικος — μεζές — τετραμηνία — μαϊντανός — κομουνιστικός — ξανθομάλλα — φουσκάλα — ανθρωποκτόνος — δορκάδιο — φιλάρετος — οφειλέτις — λογοκοπία — πρασινογάλαζος |
|||