|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово δίριχτος? — — κολύμπι — πρωθοπουργεύω — λάγυνος — πολύβουος — υπερκερατίαση — ναφθαλίνιο — δίδω — αεριώδης — αραποσίταρο — ορθώνομαι — πλακοστρωμένος — νυχτερίδα — ακατάσχετα — αστεϊσμός — ξεγνοιασιά — ξινήθρα — εφτακοίλι — πρόβλημα — προφυλακιστέος — καταδολίευση — άστεπτος |
|||