Новогреческий словарь
βεστιάριον
βεστιάριον
το в разн. знач.
гардероб
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гардероб
? —
βεστιάριον
как с
(ново)греческого
переводится слово
βεστιάριον
? — гардероб
#
(ново)греческий словарь
—
απαλότητα
—
ψύχραιμος
—
πέρκωμα
—
κατευθυνόμενος
—
καμουφλάρω
—
πιλατεύω
—
αποστράτευση
—
συγχρονιστικός
—
νήτικο
—
έξοχος
—
διαχέομαι
—
παρασκηνιακά
—
μεταβαφτίζω
—
εμβυθίζω
—
μονάς
—
συνεργατικός
—
κάδρο
—
καρατόμηση
—
κοπίς
—
ακρυπτος
—
φορτόω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве