|
(-ίδος) η зоол. цесарка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цесарка? — μελεαγρίς как с (ново)греческого переводится слово μελεαγρίς? — цесарка — φυγοπονία — αγαλλίαση — φουρνοκόνταρο — ανέγγιαχτος — επενεργώ — ασχημογυναίκα — αυτογέννητος — γυροτρίγυρα — αλαφρομυαλιά — εκτελωνιστικός — ρεαλίστρια — προστυχούλης — ελιγκας — έλλειψη — συνειρμός — ιστιοπλόος — αναλυμένος — εμβολή — πυροτεχνουργία — αγγιστρεύω — ανασταίνω |
|||