Новогреческий словарь
παρατηρητικώς
παρατηρητικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
παρατηρητικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
συντηρούμενος
—
υπερορία
—
θυμιάτισμα
—
ανενημέρωτος
—
νεραντζούλα
—
δενδρόκαρπος
—
αναγωγή
—
καμινιάζω
—
αλαφροκαύκολος
—
προσημειώνω
—
ιδιαίτερος
—
ξοδιαστής
—
αυτόνομον
—
γνώρα
—
συνάντηση
—
ζορμπαλίδικα
—
αφιλόνικος
—
ιπποτικός
—
ανιπρόκοπος
—
ύπερος
—
μετρητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве