|
ο казарма; παραμένω στό ~α — быть на казарменном положении #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово казарма? — στρατώνας как с (ново)греческого переводится слово στρατώνας? — казарма — ξίπασμα — δημηγορω — αστερισμός — ζεύγω — μπαγαπόντισσα — ακήρωτος — ομορφάνθρωπος — πλησίστιος — καταή — κωλάκος — πρόμαχος — ονειρεμένος — ακουστικώς — γρουσουζάνθρωπος — λαψάνα — γλαυκότητα — θρήσκευμα — συνηγορία — προκοίλας — κατατέμνω — εφημερίδας |
|||