Новогреческий словарь
ρουτινιέρικος
ρουτινιέρικ|ος
рутинный, рутинёрский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
рутинный
? —
ρουτινιέρικος
как на
(ново)греческом
будет слово
рутинёрский
? —
ρουτινιέρικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρουτινιέρικος
? — рутинный, рутинёрский
#
(ново)греческий словарь
—
υδροπονία
—
υπόχρεως
—
απορρίπτω
—
στεγνωτήρας
—
ξέφτισμα
—
προπηλακίζω
—
λαπαδιάζω
—
υπόστεγο
—
συστολή
—
τρέφομαι
—
αισθησιοκρατία
—
αρρενοτοκία
—
θνησιγέννητος
—
προβατοκάμηλος
—
ιστιορραφίδα
—
εφοδιοφόρος
—
παραφθείρω
—
αναβολέας
—
γινατεμένος
—
δρεπανωτός
—
αγοραφοβικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве