Новогреческий словарь
χημικός
χημικός
1.
химический
;
~όν φαινόμενον — химическое явление
;
~ά λιπάσματα — химические удобрения
;
~ πόλεμος — химическая война
;
2. (ό, η)
химик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
химический
? —
χημικός
как на
(ново)греческом
будет слово
химик
? —
χημικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
χημικός
? — химический, химик
#
(ново)греческий словарь
—
λάθος
—
ξεστρίβω
—
προσπορίζομαι
—
κωδωνοστάσι
—
άγραφτος
—
γουργούρι
—
ενοχοποίηση
—
βρώσιμος
—
ξυλοκερατιά
—
νεωτερίστρια
—
υψηλοτάτη
—
τεύτλο
—
αναδημιουργώ
—
υποδάπεδον
—
κατάμεσα
—
προσευκτήριον
—
ιππεύω
—
όρχος
—
ζιπούνι
—
κυματόμετρο
—
αγοράστρια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω