Новогреческий словарь
αδελφικότητα
αδελφικότητα
(-ητος) η
братство, братские отношения
;
~ τών λαών — братство народов
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
братство
? —
αδελφικότητα
как на
(ново)греческом
будет слово
братские отношения
? —
αδελφικότητα
как с
(ново)греческого
переводится слово
αδελφικότητα
? — братство, братские отношения
#
(ново)греческий словарь
—
δαντέλλα
—
εντεροσκόπιο
—
πετρούλα
—
τυφογενής
—
τουρκοτέκο
—
λαουτζίκος
—
κτίσμα
—
σισανές
—
πηγούνια
—
δινώ
—
προύντζινος
—
αρχιδαράς
—
ραδιοτηλεφωνικός
—
γελοιοποίηση
—
μαγνητοχάλυβας
—
συμμαχικός
—
προφητικός
—
αλατοπίπερο
—
όρμιση
—
πλάγιοβάδιση
—
ανθρωπιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве