Новогреческий словарь
υπνώνω
υπνώνω
1.
усыплять
;
2.
спать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
усыплять
? —
υπνώνω
как на
(ново)греческом
будет слово
спать
? —
υπνώνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
υπνώνω
? — усыплять, спать
#
(ново)греческий словарь
—
ερωτικός
—
εξήλθον
—
συγχαίρω
—
άργος
—
απογεννώ
—
αεραγωγός
—
διετία
—
παξιμάδιασμα
—
φιστικής
—
διαμαρτύρηση
—
βρίξιμο
—
κατασιγαστήρας
—
κάντιο
—
παραφορτώνομαι
—
εντομολογία
—
κατάβαση
—
αδόλωτος
—
προσδιορισμένος
—
αμμωνίται
—
κόμης
—
εκμαγείον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве