|
(αόρ. έτεμον и έταμον, παθ. αόρ. ετμήθην, μετχ. πρκ. τετμημένος) резать (ножом и т. п.); рубить (топором) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово резать? — τέμνω как на (ново)греческом будет слово рубить? — τέμνω как с (ново)греческого переводится слово τέμνω? — резать, рубить — επιφυτία — αλληλοσφαγή — αποξέω — στριφτός — πόρεψη — ανεμοκινητήρας — δημόσιος — ακραίχμιον — καδρίλλια — λεοκόϊον — σκάνδαλο — άπασπρου — τρωγλοδυχώ — καμπουριάζω — καμπίνα — πλουσιόπαιδο — προσοικενούμαι — αλογοσκούφης — έρμα — σκυλολόι — αερολογία |
|||