Новогреческий словарь
σαμπό
σαμπό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαμπό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ελέχθη
—
εξωνητικός
—
αντάρτικος
—
ηλεκτροφόρος
—
διακόλλησις
—
προσπελάζω
—
ομαδοποίηση
—
αράβολος
—
μπεκρούλιασμα
—
νεολαίος
—
οργανοποιία
—
απολογιέμαι
—
εκκλησάρης
—
ασύναρθρος
—
άτυπος
—
ραδιογωνιομετρικός
—
ξεκαλούπωμα
—
πραιτωριανοί
—
ορεσίβιος
—
εντερογραφία
—
ελληνικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве