|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σερνάμενος? — — ξυλόστρωτος — εφόλκιον — διυλισμένος — αλληλογράφος — στοίβας — λυμαίνομαι — ανεξίλέωτος — φλερτ — καμωματαρού — τσιμπίδα — κατειρωνεύομαι — ελεήτρια — βεγγερίζω — αναπόδεκτος — πυρίτιδα — σπερματούχος — ακούομαι — παρίας — ετεροεθνής — αρχιστρατηγία — στούρνος |
|||