Новогреческий словарь
τοπιογραφία
τοπιογραφία
η 1)
пейзажная живопись
;
2)
пейзаж
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
пейзажная живопись
? —
τοπιογραφία
как на
(ново)греческом
будет слово
пейзаж
? —
τοπιογραφία
как с
(ново)греческого
переводится слово
τοπιογραφία
? — пейзажная живопись, пейзаж
#
(ново)греческий словарь
—
τσεκούρι
—
παρασχηματισμός
—
παράσταση
—
θέλγητρο
—
διοχετευτικός
—
ασουλούπωτος
—
ρίγα
—
ανθράκωση
—
ασυνάρτητο
—
διαστροφή
—
αψιθιά
—
καΐκι
—
παραφέρνω
—
ζευγολατιό
—
μπαρούτι
—
φρουτοποτό
—
καλαντζίδικο
—
εφτασύλλαβος
—
φτωχοποίηση
—
ψηκτροποιός
—
περιλάλητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве