|
хим. хлористый; хлорный; ~ο νάτριο — хлористый натрий; ~ο ασβέστιο — хлористый кальций #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово хлористый? — χλωριούχος как на (ново)греческом будет слово хлорный? — χλωριούχος как с (ново)греческого переводится слово χλωριούχος? — хлористый, хлорный — αβούρκωτος — μπουχός — πλατωσιά — γλυκοσαλιάζω — θήλασμα — λογοκλοπώ — αυτοχειριάζομαι — λάτρης — νίκη — μνήσκω — μισοκαμωμένος — δερματίτιδα — παποράρα — ρίψασπις — τεμπελόσκυλο — στενόστομος — πριγκιπικός — ανθρωποπλημμύρα — ηχολόγημα — ερμάτισμα — μονοπώληση |
|||