|
το биол. эндоплазма #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово эндоплазма? — ενδόπλασμα как с (ново)греческого переводится слово ενδόπλασμα? — эндоплазма — καταχτήτρια — κουτρουβάλημα — φούντι — φυσομανάω — ραχάτ-λουκούμι — κλαροπόντικο — απανθρωπία — πυροηλεκτρισμός — μασούρισμα — γελοιοποίηση — ναυαρχώ — περιστοιχίζω — μονάστρια — ξεπλάνεμα — βραχνιάζω — διάκος — σύναψη — χοληφόρος — αισθητά — ελλαδικός — πλινθομηχανή |
|||