Новогреческий словарь
αεριστήριος
αεριστήρι|ος
вентиляционный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вентиляционный
? —
αεριστήριος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αεριστήριος
? — вентиляционный
#
(ново)греческий словарь
—
κυανόλευκος
—
διεκπερακοτής
—
άδης
—
μετρημένος
—
φτισικός
—
σαπροφάγα
—
οινοπνευματώδης
—
αθεΐστρια
—
υπερκερώ
—
χειροκίνητος
—
δίυγρος
—
δείχτω
—
κλήση
—
φωλίτσα
—
γαστριμαργία
—
επαναλαμβάνω
—
αβγοθήκη
—
λευκόχρυσος
—
αερομοντέλο
—
στυφάδα
—
αναριγώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве