|
быть косым, косить (глазами) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово быть косым? — γκαβίζω как на (ново)греческом будет слово косить? — γκαβίζω как с (ново)греческого переводится слово γκαβίζω? — быть косым, косить — νευροψυχολόγος — μπλουγούρας — ριζικός — πλαστικοποιούμαι — μπούλμπερη — ιθύφαλλος — διευρύνομαι — σοκάκι — βιντεοσκοπώ — τρελοπαντιέρα — μεταλλογράφος — διαταράττω — αρωματικότητα — συνεπτυγμένος — μαρκαρισμένος — οριζοντιότητα — παρακαταθέτω — συβαρίτισσα — βόλεμα — προσνήωση — ευήνεμος |
|||