|
(αόρ. έσαξα) седлать; вьючить #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово седлать? — σάττω как на (ново)греческом будет слово вьючить? — σάττω как с (ново)греческого переводится слово σάττω? — седлать, вьючить — μπιντέ — αποκοσκινίζω — αδικοπλούτισμα — επίκαυσις — ομιλητικότητα — χυδαιολογία — ταγματαλήτης — κυφότης — γνωσιθηρία — αγράμματος — αρριχτος — περιοδικώς — ανεμώδης — γένιο — πυριφλεγής — αχυλία — καυλιάρης — μεθοδικώς — τσέπη — σαββατοκύριακο — ακούρνιαστος |
|||