Новогреческий словарь
νηολογημένος
νηολογημένος
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
νηολογημένος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
βιβλιομανία
—
νέθω
—
άδελφατο
—
ενδοψία
—
καταπείθομαι
—
ρινηλατώ
—
χαλάρωση
—
σκίτσο
—
ανιμιστής
—
παρωρεία
—
δάσκαλος
—
εκστρέφω
—
ασιτία
—
αναμνηστήριο
—
μαζικώς
—
συγχρονίζομαι
—
αναστηρίζω
—
υδροκινητήρας
—
άρρην
—
εισήνεγκον
—
παράσειον
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве