|
το 1) деревце; 2) куст; кустарник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревце? — δεντράκι как на (ново)греческом будет слово куст? — δεντράκι как на (ново)греческом будет слово кустарник? — δεντράκι как с (ново)греческого переводится слово δεντράκι? — деревце, куст, кустарник — παγγερμανιστικός — καμαρίλλα — αντίπλους — συναδελφικότητα — ενθαρρυντικός — ανεκπλήρωτος — εξέρχομαι — καταχανάς — ειργμός — αεριοωθούμενος — συμπλέκτης — γλυκαντζούρι — μερομήνια — απρόσκλητα — φανοκόρος — χλωμαίνω — ψωμώνω — ευμορφοκαμωμένος — επιχάλκωμα — ιππηλάτης — αετωματικός |
|||